- πεῖραν
- πείρωpierceaor part act neut nom/voc/acc sgπείρωpierceaor ind act 3rd pl (homeric ionic)πεῖραtrialfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Πειρᾶν — Πείρη fem gen pl (doric aeolic) Πείρης masc gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πειρᾶν — πεῑρᾶν , πεῖρα trial fem gen pl (doric aeolic) πειρά sharp point fem gen pl (doric aeolic) πειράω attempt pres part act masc voc sg (doric aeolic) πειράω attempt pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) πειράω attempt pres part act masc… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πειρᾷν — πειράω attempt pres inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πειράν — πειρά̱ν , πειρά sharp point fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πεῖραν — Πείρας masc voc sg Πείρης masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πείραν — Πείρᾱν , Πείρης masc acc sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πείραν — πείρᾱν , πειράω attempt imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) πείρᾱν , πειράω attempt imperf ind act 1st sg (doric aeolic) πείρᾱν , πειράω attempt imperf ind act 3rd pl (attic epic doric aeolic) πείρᾱν , πειράω attempt imperf ind act 1st sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πείρα — η / πεῑρα, ιων. τ. πείρη, αιολ. τ. πέρρα, ΝΜΑ η πράξη και το αποτέλεσμα τού πειρώμαι, η δοκιμή, η δοκιμασία, η γνώση που αποκτήθηκε έπειτα από δοκιμή στην πράξη, η εμπειρία («πεῑρά τοι μαθήσιος ἀρχά», Αλκμ.) νεοελλ. 1. καθετί που πέφτει στην… … Dictionary of Greek
PAS Giannina F.C. — PAS Giannina Full name Πανηπειρωτικός Αθλητικός Σύλλογος Γιάννινα (Panepirotic Athletic Association Giannina) Nickname(s) Ajax of Epirus Pagourades (Canteen Men) Founded … Wikipedia
πειρώμαι — πειρῶμαι, άομαι, ΝΑ, πειρῶ, άω, Α προσπαθώ να πράξω ή να επιτύχω κάτι, επιχειρώ, αποπειρώμαι, δοκιμάζω («τους Σκύθας παρὰ Φᾱσιν ποταμὸν πειρᾱν ἐς τὴν Μηδικὴν ἐσβαλεῑν», Ηρόδ.) νεοελλ. (η μτχ. μέσ. παρακμ.) πεπειραμένος, η, ο 1. αυτός που έχει… … Dictionary of Greek